αναβράω
Смотреть что такое "αναβράω" в других словарях:
αναβρύζω — και αναβράω ανάβρυσα, αναβλύζω, ξεπηδώ: Κοντά στο χωριό μας αναβρύζει μια πηγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναβρύζω — και αναβράω ανάβρυσα, αναβλύζω, ξεπηδώ: Κοντά στο χωριό μας αναβρύζει μια πηγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)